κουτσομεσιάζω

κουτσομεσιάζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κουτσομεσιάζω" в других словарях:

  • κουτσομεσιάζω — βλ. κοψομεσιάζω …   Dictionary of Greek

  • κοψομεσιάζω — και κουτσομεσιάζω 1. καταπονώ τη μέση κάποιου υποβάλλοντας τον σε μεγάλο κόπο 2. χτυπώ κάποιον στη μέση και τού προκαλώ δυνατό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + μεσ ιάζω (< μέση), πρβλ. στραβο μεσιάζω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»