κουτσομεσιάζω
Смотреть что такое "κουτσομεσιάζω" в других словарях:
κουτσομεσιάζω — βλ. κοψομεσιάζω … Dictionary of Greek
κοψομεσιάζω — και κουτσομεσιάζω 1. καταπονώ τη μέση κάποιου υποβάλλοντας τον σε μεγάλο κόπο 2. χτυπώ κάποιον στη μέση και τού προκαλώ δυνατό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + μεσ ιάζω (< μέση), πρβλ. στραβο μεσιάζω] … Dictionary of Greek